- τιθηνός
- -όν, Α [τιθήνη]1. αυτός που έχει αναλάβει την ανατροφή μικρού παιδιού, τροφός2. αυτός που δέχεται τις περιποιήσεις τού ή τής τροφού, ο γαλουχούμενος («παῑδα τιθηνόν», επιγρ.)3. το αρσ. ως ουσ. ὁ τιθηνόςάτομο που ασχολείται με την ανατροφή μικρού παιδιού ή αυτός που έχει αναλάβει την επιμέλειά του4. το θηλ. ως ουσ. ἡ τιθηνόςπαραμάννα μικρού παιδιού, τροφός.
Dictionary of Greek. 2013.